ταρτημόριον

ταρτημόριον
ταρτημόριον
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ταρτημόριον — και δωρ. τ. ταρταμόριον, τὸ, Α (συντετμημένος τ.) βλ. τεταρτημόριο …   Dictionary of Greek

  • ταρτημορίου — ταρτημόριον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταρτημορίων — ταρτημόριον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταρτημόρια — ταρτημόριον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεταρτημόριο — το / τεταρτημόριον, ΝΑ, και συντετμημένος τ. ταρτημόριον και δωρ. τ. ταρταμόριον Α 1. το ένα από τα τέσσερα ίσα μέρη στα οποία έχει διαιρεθεί ένα όλο 2. μαθημ. καθένας από τους τέσσερεις ίσους τομείς στους οποίους διαιρούν την επιφάνεια ενός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”